- δύναμαι
- (AM δύναμαι)1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.)2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ»)3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη σπείρεσθαι»)αρχ.1. (για ηθική δύναμη) είμαι ικανός, τολμώ ή ανέχομαι να κάνω κάτι (συνήθ. με άρνηση) («οὐδέ τελευτὴν ποιήσειν δύναται», Οδ.)2. απολαμβάνω νομικό δικαίωμα3. (με τα ως, όπως ή αναφ. αντων. και υπερθετικό) δηλώνει τον ανώτατο βαθμό τού δυνατού («ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω», Πλάτ. Πολιτ.)4. ισοδυναμώ, θεωρούμαι ισοδύναμος με κάτι («τούς τε λόγους ἀφ' ὑμῶν ὡς ἔργα δυναμένους κρινεῑ» — τους λόγους σας θα τους θεωρήσει ισοδύναμους με λόγια, Θουκ.)5. (για νομίσματα) α) αξίζω, ισοδυναμώβ) περνώ, ισχύω6. (για αριθμό) ισοδυναμώ, είμαι ίσος ή ισοδύναμος7. (για αριθμό που πολλαπλασιάζεται) ανέρχομαι8. (για λέξη) δηλώνω, σημαίνω, εκφράζω9. χρησιμεύω σε κάτι10. (για πράγμα) σημαίνω, φανερώνω11. μαθ. α) «δύνασθαί τι» — υψούμενος στο τετράγωνο «ἰσοῡμαι»β) η δυναμένηπυθαγορική ονομασία τής υποτείνουσας τού ορθογώνιου τριγώνου12. απρόσ. είναι δυνατό («τοῑσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο», Ηρ.)13. α) οι δυνάμενοιάνθρωποι με δύναμη ή επιρροήβ) ο δυνάμενοςο οικονομικά ανεξάρτητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δυ-ν-α-μαι (πρβλ. λί-ν-α-μαι, πιλ- να-μαι)Στο θέμα τού ενεστωτικού τ. απαντά έρρινο πρόσφυμα (-ν-) όπως άλλωστε και στα λα-μ-β-ά-νω, λα-ν-θ-άνω, το οποίο όμως διατηρείται και στους υπόλοιπους ρηματικούς τύπους (πρβλ. δυν-ά-σθην αντί *δυάσθην, δυν-ή-σομαι αντί *δυή-σομαι αλλά λιά-σθην, έλαβον) και σε όλο το ονοματικό σύστημα (πρβλ. δύνα-μις). Τό θέμα χωρίς το έρρινο πρόσφυμα, δυα-, δυᾱ- (δυη-) δFā- (*du-∂2-, *du-e∂2-), παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα με το θ. δ(F)ā, που απαντά στους τ. δ(F)āν, δ(F)ᾱ-ρός (βλ. λ. δήν, δηρός), χωρίς όμως να υπάρχει σαφής σημασιολογική σχέση ανάμεσα στο δύναμαι «μπορώ» και στα δην, δηρός που εκφράζουν την έννοια τής διάρκειας. Τέλος ο μτγν. τ. δύνομαι αποτελεί μεταπλασμένο θεματικό ενεστώτα].
Dictionary of Greek. 2013.